- ναρδοφόρος
- ναρδοφόρος, ον,A bearing nard,
λίμναι Dsc.2.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίμναι Dsc.2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρδοφόρος — ναρδοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει, που παράγει νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + φόρος*] … Dictionary of Greek
ναρδοφόροις — ναρδοφόρος bearing nard masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek